ὕβρις

ὕβρις
ὕβρις (-ις, -ιος, -ιν.)
a arrogance

ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90

ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (v. Fränkel, D & P, 520̆{24}) P. 1.72

ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28

ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν P. 4.112

τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.12 τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55

τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος I. 4.9

b violence καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων (of the snakes which attacked Herakles) N. 1.50
c offensiveness

γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36

d pro pers.

ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑβρίς — the great eagle owl fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • Ὕβρις — Ὕβρῑς , Ὕβρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὕβρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρις — ὕβρῑς , ὕβρις wanton violence fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕβρις wanton violence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβρίς — ίδος, ἡ, Α νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό τού τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον ίς] …   Dictionary of Greek

  • Ὕβρει — Ὕβρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὕβρεϊ , Ὕβρις fem dat sg (epic) Ὕβρις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρει — ὕβρις wanton violence fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὕβρεϊ , ὕβρις wanton violence fem dat sg (epic) ὕβρις wanton violence fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ХЮБРИС —    • Ύβρις,          было каждое оскорбление δι αι̉σχρουργίας, телесное насилие (напр., варварское обращение с рабами), διὰ πληγω̃ν, ударами, διὰ λόγων, бранью. Оба первые рода могли сделаться предметом γραφὴ ύβρεως. Наказание зависело от… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ὕβρεις — Ὕβρις fem nom/voc pl (attic epic) Ὕβρις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρεις — ὕβρις wanton violence fem nom/voc pl (attic epic) ὕβρις wanton violence fem nom/acc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕβρι — Ὕβρις fem voc sg Ὕβρῑ , Ὕβρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”